überheblich - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

überheblich - translation to Αγγλικά


überheblich      
conceited, arrogant, haughty, proud, swollen
presumptuous vintage      
überheblicher Jahrgang
pontifically      
adv. autoritär; überheblich; päpstlich
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για überheblich
1. Deutsche sollten hier nicht moralisch überheblich reagieren.
2. Abnutzungserscheinungen Die Sensation machte den Wahlsieger allerdings überheblich.
3. Das wäre dumm, kurzsichtig und überheblich." Europa könne nicht zulassen, daß die Region im Chaos versinke.
4. Der Spötter ist nicht nur arrogant und überheblich, er ist auch ein Besserwisser, der sich für seine Haltung nicht geniert.
5. Dumm, kurzsichtig und überheblich Der Bundespräsident hatte der "Frankfurter Rundschau" gesagt, der Irak–Krieg habe zwar zu einem Desaster geführt.